- αγριαπιδιά
- η дикая груша (дерево)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγριαπιδιά — αγριαπιδιά, η και αγριαχλαδιά, η ποικιλία απιδιάς (αχλαδιάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριαπιδιά — η Βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Pirus amygdaliformis τού γένους Πίρος τής οικογένειας τών Ροδιδών (Rosaceae), γνωστότερου ως γκορτσιά. Άλλες κοινές ονομασίες τού ίδιου φυτού: αγριογκορτσιά, αγκαθιά … Dictionary of Greek
άχερδος — ἄχερδος, ο, η (Α) είδος άγριας αχλαδιάς, αγριαπιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι συνδέεται με αλβ. darδe «αχλάδι» ή ότι ανάγεται σε ινδοευρ, ĝher(s) «υψώνομαι, εξέχω», μέσω μιας σημασιολογικής εξελίξεως («αγκαθωτοί θάμνοι» >… … Dictionary of Greek
αγραπιδιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 215 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δομοκού του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεσσαλιώτιδας. * * * η η αγριαπιδιά* … Dictionary of Greek
αγριαχλαδιά — η η αγριαπιδιά* … Dictionary of Greek
αγριογκορτσιά — η η αγριαπιδιά* … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek